αραχωβα διαμονη αραχωβα διαμονη αραχωβα διαμονη αραχωβα διαμονη αραχωβα διαμονη αραχωβα διαμονη ενεργειακος επιθεωρητης ενεργειακος επιθεωρητης ενεργειακος επιθεωρητης ενεργειακος επιθεωρητης ενεργειακος επιθεωρητης ενεργειακο πιστοποιητικό ενεργειακο πιστοποιητικό ενεργειακο πιστοποιητικό ενεργειακο πιστοποιητικό ενεργειακο πιστοποιητικό ενεργειακο πιστοποιητικό αραχωβα αραχωβα αραχωβα αραχωβα αραχωβα αραχωβα αραχωβα

Τρίτη 13 Απριλίου 2010

Το όνειρο ενός γελοίου

Το άρθρο αυτό αποτελείται από 2 μέρη: το πρώτο μέρος που είναι το κείμενο αποτελεί κομμάτι του δεύτερου μέρους που είναι το βιβλίο "Το όνειρο ενός γελοίου" του Φίοντορ Ντοστογιέφσκι.

Στον κόσμο υπάρχουν, 2 κατηγορίες ανθρώπων:
1) οι αγνοί, οι τίμιοι, οι αγαθοί, οι "γελοίοι"
2) οι "έξυπνοι", οι "πονηροί", οι "πολυμήχανοι", οι "προικισμένοι" (όλα εντός εισαγωγικών).

Η ανάρτηση αυτή αφορά τη δεύτερη κατηγορία ανθρώπων, είναι όμως αφιερωμένη στην πρώτη.

Για να διαβάσετε...

... το πρώτο μέρος θα χρειαστείτε περίπου 10 λεπτά. Αν σας κάνει κέφι συνεχίζετε και στο δεύτερο, δηλαδή σε ολόκληρο το βιβλίο, για το οποίο θα χρειαστείτε περίπου 2 ώρες (21 σελίδες). Αν πάλι βαρεθείτε, δεν πειράζει.

Το όνειρο ενός γελοίου (αποσπάσματα από την αρχή και το τέλος)

Είμαι ένας άνθρωπος γελοίος. Τώρα με λένε τρελό. Θα ήταν τίτλος τιμής αν γι’αυτούς δεν εξακολουθούσα να είμαι το ίδιο γελοίος. Αλλά δεν δυσανασχετώ πια, όλος ο κόσμος μου είναι αρκετά συμπαθής, ακόμη κι όταν με κοροιδεύουν και θα έλεγε κανείς, πως τότε ίσα ίσα μου είναι συμπαθής. Θα γελούσα κι εγώ μαζί με αυτούς ευχαρίστως, όχι τόσο για μένα, αλλά για να τους κάνω ευχαρίστηση, αν δεν δοκίμαζα τόση θλίψη κοιτάζοντάς τους. Θλίψη να βλέπω πώς δεν γνωρίζουν την αλήθεια, αυτή την αλήθεια που γνωρίζω εγώ. Τι σκληρό είναι να την γνωρίζεις μόνος εσύ! Αλλα δεν θα καταλάβουν.. όχι, δεν πρόκειται να καταλάβουν..

Άλλοτε υπέφερα πολύ να περνώ για γελοίος, δεν φαινόμουν. Ήμουνα. Υπήρξα πάντα γελοίος και ξέρω ότι αναμφίβολα είμαι από γεννησιμιού μου. Θα μουν δε θα μουν επτά μόλις χρονώ όταν κατάλαβα πως ήμουνα γελοίος. Ύστερα σπούδασα στο πανεπιστήμιο –και όσο σπούδαζα τόσο περισσότερο καταλάβαινα πόσο ήμουν γελοίος. Έτσι που όλη η πανεπιστημιακή μου μόρφωση φαινόταν να μην υπάρχει παρά για να μου δείξει και να μου εξηγήσει, όσο εντρυφούσα σ’αυτήν, πως ήμουν γελοίος. Χρόνο το χρόνο, βεβαιωνόμουνα όλο και περισσότερο ότι από κάθε άποψη παρουσίαζα ένα γελοίο πρόσωπο. Όλος ο κόσμος με κορόιδευε παντού και πάντα. Αλλά κανενός δεν πέρναγε από το μυαλό ότι αν υπήρχε κάποιος στον κόσμο που ήξερε πιο καλά από όλους ότι είμαι γελοίος, αυτός ο άνθρωπος ήμουνα εγώ. Κι αγανακτούσα που κανείς δεν το φανταζόταν. Σε αυτό φταίω και εγώ, η αλαζονεία μου με εμπόδιζε πάντα να ομολογήσω το μυστικό μου. Αυτή η αλαζονεία αυξανόταν με τα χρόνια, και αν αφηνόμουν μπροστά σε οποιονδήποτε να αναγνωρίζω πως ήμουν γελοίος, πιστεύω πως το ίδιο κιόλας βράδυ θα είχα τινάξει τα μυαλά μου με μια πιστολιά. Έφηβος σαν ήμουν, πόσο είχα υποφέρει στη σκέψη ότι δεν θα μπορούσα να αντισταθώ, ότι ξαφνικά θα όφειλα να το ομολογήσω στους συντρόφους μου. Αλλά όταν ενηλικιώθηκα, αν και από χρόνο σε χρόνο είχα βεβαιωθεί ακόμη περισσότερο για την τρομερή ιδιομορφία μου, κατάφερα για τον άλφα ή βήτα λόγο να ηρεμήσω. Ακριβώς επειδή ως τότε αγνοούσα το γιατί και το πώς. Ίσως το όφειλα σε αυτή την απέραντη μελαγχολία που κυρίευσε την ψυχή μου ύστερα από κάποιο γεγονός απροσμέτρητα ανώτερό μου, δηλαδή: την πεποίθηση που είχα μόνιμα από τότε, ότι εδώ κάτω τα πάντα είναι χωρίς σημασία. Το υποψιαζόμουν αυτό από πολύ καιρό αλλά ξαφνικά βεβαιώθηκα απόλυτα. Ένιωσα απότομα ότι θα μου ήταν αδιάφορο αν ο κόσμος υπήρχε ή αν δεν υπήρχε πουθενά τίποτε. Άρχισα να αντιλαμβάνομαι και να αισθάνομαι ότι κατά βάθος τίποτε δεν υπήρχε για μένα. Ως τότε νόμιζα πάντα ότι πολλά πράγματα υπήρξαν πριν από μένα. Τώρα αντιλαμβανόμουν ότι τίποτε δεν υπήρχε πριν, ή μάλλον ότι δεν υπήρχε παρά φαινομενικά. Σιγά σιγά κατέληξα στο συμπέρασμα ότι ποτέ δεν υπήρξε τίποτε. Έπαψα τότε να ερεθίζομαι με τους ανθρώπους και κατέληξα να μη τους προσέχω καθόλου. Αυτή η διάθεση εκδηλωνόταν ακόμη και στις πιο ασήμαντες περιστάσεις της ζωής: μου συνέβαινε, λόγου χάρη, περπατώντας στο δρόμο, να σκοντάφτω πάνω τους. Όχι γιατί με είχαν απορροφήσει οι σκέψεις, γιατί τότε δεν θα σκεφτόμουν όσα σκέφτομαι: τα πάντα μου ήταν αδιάφορα. Να μπορούσα τουλάχιστον να βρω τη λύση των προβλημάτων! Ούτε ένα δεν είχα λύσει. Και ο Θεός ξέρει πόσες λύσεις είχα προτείνει! Αλλά, επειδή αδιαφορούσα για όλα, πήγαν και τα προβλήματα στο βρόντο.

Να όμως που ξέρω την αλήθεια. Αυτή την αλήθεια την έμαθα τον περασμένο Νοέμβρη, στις τρεις Νοεμβρίου ακριβώς, και από τότε την έχω σταθερά χαραγμένη στη μνήμη μου.

(...)

Ω! Πόσο γρήγορα γεννήθηκε η φιληδονία που γέννησε τη ζήλεια κι εκείνη πάλι τη σκληρότητα... Δεν ξέρω πότε, μα ύστερα από λίγο, χύθηκε για πρώτη φορά αίμα... Οι άνθρωποι, κατατρομαγμένοι, άρχισαν να φεύγουν, ν' απομονώνονται. Έκαναν συμμαχίες, οι μεν εναντίον των δε. Έμαθαν τη φιλοτιμία, που της έδωσαν το μεγαλόπρεπο τίτλο: Τιμή! Κάθε έθνος τότε έκανε τη σημαία του. Κατόπιν εκύρηξαν τον πόλεμο στα ζώα που έφυγαν στα δάση κι έγιναν εχθροί του ανθρώπου. Κι άρχισε ο πόλεμος του ατομισμού για το δικό μου και το δικό σου. Ανακάλυψαν τις γλώσσες. Ανακάλυψαν τον πόνο και τον ερωτεύτηκαν. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι διψούσαν τον πόνο κι έλεγαν πως με τον πόνο μονάχα φτάνει κανείς στην αλήθεια. Αυτός υπήρξε η πρώτη αρχή της επιστήμης. Μόλις έγιναν κακοί, άρχισαν να εκφωνούν λόγους για την αδελφοσύνη, για τη φιλανθρωπία, και κατάλαβαν τις ιδέες αυτές. Μόλις έγιναν εγκληματίες, άρχισαν να μιλούν για τη δικαιοσύνη, συντάξανε κώδικες για να τη διαφυλάξουν και αγχόνες για να την υπερασπιστούν. Μόλις θυμόντουσαν το τι είχανε χάσει. Δεν ήθελαν να πιστέψουν στην αθωότητά τους και στην περασμένη τους ευτυχία, γελούσαν μάλιστα για την ευτυχία αυτή, λέγοντας πως ήταν παραμύθι και δεν μπορούσαν πια να την φανταστούν σαν κάτι το πραγματικό. Ωστόσο αν και δεν πίστευαν καθόλου στην παλιά τους ευδαιμονία, διατήρησαν τόσο δυνατό πόθο να ξαναγίνουν αθώοι κι ευτυχισμένοι που χάθηκαν σαν παιδιά μέσα στον πόθο τους! Θεοποίησαν τον πόθο τους, του έχτισαν ναό, γονάτισαν μπροστά στην ίδια τους ιδέα, μπροστά στο είδωλο του πόθου τους, και με την πεποίθηση πως ήταν απραγματοποίητος, τον προσκύνησαν με δάκρυα και γονυκλισίες. Αν όμως κανένας ξανάβρισκε την παλιά τους ευτυχία, τους την έδειχνε, και τους ρωτούσε κατόπιν: Θέλετε να ξαναγυρίσετε σ' αυτήν; θ' απαντούσαν: όχι!

Να τι μου έλεγαν, κι ο καθένας τους όλο κι αγαπούσε περισσότερο τον εαυτό του, κι ο καθένας του έδινε τόση σημασία στο ίδιο του υποκείμενο, ώστε προσπαθούσε φροντίζοντας μόνο για τη ζωή του, να λιγοστέψει την αξία των άλλων. Εμφανίστηκε τότε η σκλαβιά, η θεληματική σκλαβιά μάλιστα. Οι αδύνατοι υποτάχθηκαν εντελώς θεληματικά στους ισχυρούς για να τους βοηθήσουν αυτοί να καταπιέσουν άλλους πιο αδύνατους ακόμα. Παρουσιάστηκαν άνθρωποι δίκαιοι, κατέκριναν τον εγωισμό, την αδικία, την ανηθικότητα του κόσμου. Τους περιγελούσαν ή τους λιθοβολούσαν. Το άγιο αίμα τους χύθηκε στα προπύλαια των ναών...

Κι εγώ γύριζα ανάμεσα σ' αυτούς στριφογυρίζοντας τα χέρια, κλαίγοντας για την πλάνη τους κι αγαπώντας τους ίσως πιο πολύ τότε παρά στα χρόνια που ήταν αθώοι κι όμορφοι. Κι αγαπούσα ακόμα τη διεφθαρμένη τους γη περισσότερο παρά τον αρχαίο τους παράδεισο. Αλίμονο! Είναι το γραφτό μου ν' αγαπώ τη θλίψη και τον πόνο πάντα, μα για μένα μονάχα, γιατί εκείνους τους ελεεινολογούσα.

Τότε μ' έπιασε μια λύπη, μια τέτοια λύπη, που η καρδιά μου σφίχτηκε... Θαρούσα πως θα πέθαινα, και πάνω σ' αυτό... Λοιπόν, πάνω σ' αυτό, ξύπνησα...



Με εκτίμηση
Ντελάλης
Top