Α! Κύριε Μαλακάση,
ποιος θα βρεθεί να μας δικάσει,
μικρόν εμέ κι εσάς μεγάλο
ίδια τον ένα και τον άλλο;
τους τρόπους, το παράστημά σας,
το θελκτικό μειδίαμά σας,
το monocle που σας βοηθάει
να βλέπετε μόνο στο πλάι
και μόνο αυτούς να χαιρετάτε
όσοι μοιάζουν αριστοκράται,
την περιποημένη φάτσα,
την υπεροπτική γκριμάτσα
από τη μια μεριά να βάλει
της ζυγαριάς και από την άλλη
πλάστιγγα να βροντήσω κάτου,
μισητό, σκήνωμα θανάτου
άθυρμα, συντριμμένο βάζον,
εγώ κύμβαλον αλαλάζον.
Α! κύριε, κύριε Μαλακάση,
Ποιος τελευταίος θα γελάσει;
Με αφορμή τις ποιητικές αψιμαχίες του τελευταίου διαστήματος στο ΝΤΕΛΑΛΗ, εισέρχομαι κι εγώ στους ποιητικούς αγώνες με το παραπάνω ποίημα Του Κώστα Καρυωτάκη για τον άσπονδο “φίλο” του Μιλτιάδη Μαλακάση. Καθώς το ποίημα αυτό ανήκει στα σατυρικά του Καρυωτάκη, νομίζω μας δίνεται η δυνατότητα ‘ποιητική και προεκλογική αδεία’,
να εντοπίσουμε ορισμένα “πολιτικά” στοιχεία στο ποίημα και να καταθέσουμε έτσι τη δική μας άποψη στο ανακύψαν θέμα των σχέσεων και των ορίων μεταξύ πολιτικής και ποίησης.1. Το μεγάλο ερώτημα είναι όντως «ποιος θα βρεθεί να δικάσει» τους μεγάλους καταχραστές του Δημοσίου χρήματος με τα εξωπραγματικά ‘πόθεν έσχες’, όταν πριν δεν τους ήξερε ούτε ο θυρωρός της πολυκατοικίας τους, κατά δήλωσή τους;
2. Ποιος θα βρεθεί όμως να «δικάσει» και όλους εμάς τους «μικρούς», που ο καθένας μας έχει ένα πλούσιο βιογραφικό σε λαδώματα, μικρο-κομπίνες, φοροδιαφυγή, εισφοροδιαφυγή, αυθαίρετα, σβήσιμο κλήσεων, ‘ξέρεις ποιος είμαι εγώ ρε» κλπ, δίνοντας έτσι ένα μικρό σπρώξιμο για να πάει πιο βαθιά αυτή η χώρα; Οι αναμάρτητοι εξαιρούνται και δικαιούνται “πρώτοι τον λίθον βαλέτωσαν” ( ο αυτόματος διορθωτής δεν αναγνωρίζει τη λέξη και προτείνει το ‘βάλτωσαν’, λέτε να έχει δίκιο; )
3. Ποιος τέλος
θα δικάσει τους δικαστές των παραπάνω «μικρών και μεγάλων», για το αν εφάρμοσαν το «ίδια τον ένα και τον άλλον»;
4. «Το θελκτικό μειδίαμα», στην προεκλογική μας περίοδο είναι είδος εν αφθονία, αλλά δυστυχώς είναι προσωρινό, επίπλαστο και υποκριτικό, κατασκευασμένο από ειδικούς συμβούλους( πτυχιούχους με masters και διδακτορικά).
5. Εδώ έχουμε πρόοδο: το monocle της Κρυωτάκειας εποχής έχει αντικατασταθεί από χοντρούς παραμορφωτικούς φακούς που κάνουν το μαύρο άσπρο, είτε από κομματικές έγχρωμες παρωπίδες που βλέπουν μόνο ενδομαντρικώς (εντός μαντριού), ή με φιρμάτα, μοδάτα και χλιδάτα γυαλιά ηλίου τα οποία κρύβουν το βλέμμα που αλληθωρίζει προς την εξουσία, ενώ απευθύνεται σε μας.
6. Από «χαιρετούρες» άλλο τίποτα. Τα ονόματα αλλά και τα πρόσωπα συνήθως άγνωστα, αλλά τι πειράζει; Μια καλημέρα είν’ αυτή, πέστην κι ας πέσει χάμω.
7. «Υπεροπτικές γκριμάτσες» τώρα δεν έχουμε. Τυχαίο; Δε νομίζω. Αυτά ‘μετά τας εκλογάς’.
8. Οι λέξεις «ζυγαριά» και «πλάστιγγα» είναι όντως απολιτικές. Η ‘παλάντζα’ όμως τι λέτε; Δεν πάει λίγο προς το πολιτικάντικο;
9. «Να βροντήσω κάτου». Μήπως περιγράφει θαυμάσια τη συμμετοχή και το ενδιαφέρον των νέων για την πολιτική και τις εκλογές; Μήπως αυτό δυστυχώς ισχύει και για πολλούς άλλους πτυχιούχους και μη;
10. «Κύμβαλον αλαλάζον». Δανεισμένο από τον Απόστολο Παύλο, έχει μετεξελιχθεί σήμερα σε “μεγάφωνο μικροφωνίζον” (συνήθως).
Α! φίλε, φίλε και καρντάση,
ποιος τελευταίος θα γελάσει;
Αχ! Νεοέλληνα τσακάλι,
Ποιος την Ελλάδα μας θα κλάψει;
Α! ρε κι εσύ έρμε Ντελάλη,
Ανέξου μας κι ακόμα λάλει.
ΥΓ1: Ελπίζω οι κτηνοτρόφοι του Παρνασσού να καταλάβουν τους δικούς μου στίχους, καθότι Τροιζηνίκος. Αν όμως δεν καταλάβουν τους στίχους του Καρυωτάκη (όπως και του Λειβαδίτη), τόσο το καλύτερο. Αυτοί ζουν συνεχώς μέσα στην ποίηση της δημιουργίας και της φύσης.
ΥΓ2: Θυμήθηκα και τον υπουργό που είχε αποκαλέσει τους ποιητές “λαπάδες”. Σε εποχές οικονομικής κρίσης και ακρίβειας, έστω και ο λαπάς έχει μια κάποια αξία. Οι υπουργοί όμως και τα φερέφωνά τους, έχουν;
Εν Αραχώβη