Σκάλιζε το χωράφι για να ακολουθήσει η σπορά, όταν άκουσε να χτυπάνε
ασταμάτητα οι καμπάνες του χωριού... Η φτώχια της εποχής εκείνης δεν άφηνε πολλά περιθώρια, κι έτσι κάθε κομμάτι γης έπρεπε να μη μείνει ανεκμετάλλευτο.
Τι συμβαίνει, αναρωτήθηκε; Παράτησε τα εργαλεία του στο χωράφι και
πήρε τη στράτα προς την Αράχωβα. Ο ήχος της καμπάνας ολοένα και δυνάμωνε...
Όταν έφτασε στο χωριό ο ήρωάς μας, έμαθε τα νέα: ΕΠΙΣΤΡΑΤΕΥΣΗ! Οι Ιταλοί μας κήρυξαν τον πόλεμο!! Όντας στην πιο καλή ηλικία του, γύρω στα 30, έπρεπε αμέσως να πάρει το δρόμο για το μέτωπο, "να βοηθήσει για το κακό που μας βρήκε...". Αγνός, καλός άνθρωπος, πάντα με τη συναίσθηση του καθήκοντος.
Αφού μάζεψε τα απολύτως αναγκαία και αποχαιρέτησε τους δικούς του ανθρώπους, ανέβηκε στο πρώτο φορτηγό που περνούσε και πήγε στο σιδηροδρομικό σταθμό της Δαύλειας, από όπου θα έπαιρνε το δρόμο για τον πόλεμο! Μαζί του στο ταξίδι αυτό κι άλλοι πολλοί Αραχωβίτες. Άλλοι με χαρά και με αστεία, άλλοι φοβισμένοι, άλλοι στεναχωρημένοι, όλοι μαζί, σαν μια γροθιά, κινούσαν για τα σύνορα...
Κοντά στους άλλους με τον ήρωα της ιστορίας μας κι ένας καλός φίλος του, συνομήλικος και γείτονάς του, που ψήναν τ' αρνιά στον ίδιο λάκκο, που η μοίρα έλαχε αυτός ο πόλεμος να τους δέσει σαν αδέρφια...
Οι δυο φίλοι Αραχωβίτες λοιπόν, βρέθηκαν στον ίδιο λόχο, στα ελληνοαλβανικά σύνορα, να πολεμούν για την ελευθερία της πατρίδας. Οι λόχοι στρατοπέδευσαν χαμηλά, και οι έλληνες φαντάροι ξεκινούσαν από εκεί, ανέβαιναν στα βουνά, πολεμούσαν, και γύριζαν -όσοι γύριζαν- πίσω στο λόχο, να ξεκουραστούν και να ξεγελάσουν την πείνα τους, μέχρι να ξαναξεκινήσουν.
Τα πράγματα πήγαιναν καλά για τους δυο φίλους, όσο καλά μπορούν να είναι τα πράγματα στον πόλεμο με αυτές τις συνθήκες. Μια μέρα του Γενάρη, όταν το κρύο θέριζε, σε μια ξαφνική έφοδο των Ιταλών, ο ήρωάς μας χτυπήθηκε από σφαίρα στο πόδι κι έπεσε κάτω ανήμπορος να αντιδράσει... Σε μια στιγμή, όπως ήταν πεσμένος, είδε το φίλο του με τη βαριά του χλαίνη, να τρέχει καταπάνω του. Η συνάντηση αυτή ήταν εντελώς τυχαία, δεδομένου ότι οι στρατιώτες κρατούσαν πάντα αποστάσεις αναμεταξύ τους και επιπλέον, η οπισθοχώρηση ήταν βίαιη. Η μοίρα τα έφερε έτσι όμως, κι έπεσε πάνω του. Μόλις τον είδε είπε:
- Σε χτυπήσαν μωρέ; Που;
- Στο πόδι, απάντησε ο ήρωας μας. Στο γόνατο.
- Μπορείς να περπατήσ'ς; Σήκω να φύβγουμ'.
Κι ευθύς, άρπαξε το φίλο από το χέρι, το πέρασε πίσω από το λαιμό του, και άρχισε να τον σέρνει, με κατεύθυνση το λόχο, με κατεύθυνση τη σωτηρία...
Όμως ο ήρωάς μας δεν άντεξε για πολύ, όσο κι αν τον βοηθούσε ο φίλος του. Οι ελάχιστες δυνάμεις που του είχαν απομείνει εξαντλήθηκαν. Ταυτόχρονα, οι σφαίρες και τα θραύσματα από τις οβίδες σφύριζαν στα αυτιά τους, υπενθυμίζοντάς τους το τίμημα του πολέμου, ενώ οι Ιταλοί πλησίαζαν σε απόσταση αναπνοής.
Βλέποντας την άσχημη κατάσταση και τις λίγες πιθανότητες που είχαν να σωθούν και οι δύο, ο ήρωάς μας φώναξε:
- Φεύγα. Δε μπορώ άλλο. Άσε με κάτου, ξόφλησα.
- Πάψε!! απάντησε ο φίλος του.
- Φεύγα λέω, τράβα κάτω να σωθείς. Αμα δε φύβγ'ς τώρα θα μείνουμ' κι οι δυο δώ.
Τότε, σε μια σπάνια στιγμή φιλίας και αυταπάρνησης, ο φίλος του ήρωά μας φώναξε:
- Κάμε κουράγιο, δε σ'αφήνω!! Ή κι οι δυο θα βγούμε κάτω, ή κι οι δυο θα μείνουμ' δω...
Και συνέχισαν την προσπάθεια. Η τύχη όμως τους βοήθησε, και "βγήκαν" σώοι στο λόχο... Ο ήρωάς μας μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο των Ιωαννίνων, όπου και ανάρρωσε πριν γυρίσει στον πόλεμο, ενώ ο καλός του φίλος κι αδερφός συνέχισε το καθήκον του προς την πατρίδα...
Τα χρόνια πέρασαν, ακολούθησαν κι άλλοι πόλεμοι και κακουχίες. Όμως οι δυο φίλοι επέζησαν.
Μετά από πολλά πολλά χρόνια, δυο γέροντες στην ίδια γειτονιά, περίμεναν τη μέρα του Πάσχα και για έναν άλλο λόγο. Γιατί έβρισκε ο ένας τον άλλο στο λάκκο...! Κάθονταν δίπλα - δίπλα, δεν έλεγαν και πολλά, λίγα και καλά. Όμως αν τους παρατηρούσες προσεκτικά, θα το καταλάβαινες, ότι κάτι πιο μεγάλο δένει τους δυο φίλους.
Οι δυο φίλοι "έφυγαν" σε βαθιά γεράματα, -τι ειρωνία- με διαφορά λίγων μόλις μηνών. Αυτό ήταν το γραφτό τους. Τώρα βλέπουν από κει ψηλά την Αράχωβα, το λάκκο, τα καφενεία, και θα θυμούνται τα παλιά... Πάντοτε λιγομίλητοι, πάντοτε ηθικοί και αγνοί, πάντοτε ανοιχτόμυαλοι... Κι είμαι περήφανος γι' αυτούς...
Αυτή είναι η ιστορία δύο Αραχωβιτών πολεμιστών στον πόλεμο του 1940.
ΥΓ. Τα παραπάνω είναι πέρα για πέρα αληθινά. Τα ονόματα των δύο φίλων δεν κρίνω σκόπιμο να τα πω, όπως άλλωστε οι δύο φίλοι θα επιθυμούσαν...
Σας ευχαριστώ
Αναγνώστης